- υπόπτωση
- η / ὑπόπτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ὑποπίπτω]νεοελλ.-μσν.εκκλ. μια από τις βαθμίδες μετάνοιας τών υποκείμενων σε μακροχρόνια πνευματική τιμωρία, κατά την οποία αυτός που μετανοεί μπορεί να μετέχει στη θεία λατρεία, αλλά πάντοτε σε στάση γονυκλισίαςμσν.μικρή πτώσηαρχ.1. υποταγή2. τυχαίο περιστατικό, σύμπτωση.
Dictionary of Greek. 2013.